- ὑαλόεις
- ὑᾰλό-εις, εσσα, εν,A glass-coloured (cf. μελίχρως)
, παρειή AP5.47
(Rufin.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
, παρειή AP5.47
(Rufin.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υαλόεις — εσσα, εν, Α αυτός που είναι λαμπερός και διαφανής σαν το γυαλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
ὑαλόεσσα — ὑαλόεις glass coloured fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… … Dictionary of Greek